- χορευτικῆς
- χορευτικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
κόδα — η το τρίτο και τελευταίο, αλλά διαφορετικό ως προς τον ρυθμό, μέρος χορευτικής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coda «ουρά»] … Dictionary of Greek
ντίσκο — η μουσ. 1. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής 2. ντισκοτέκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού γαλλ. discotheque (βλ. λ. ντισκοτέκ)] … Dictionary of Greek
ροκ εντ ρολ — το, Ν άκλ. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rock n roll] … Dictionary of Greek
σέικ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) είδος χορευτικής μουσικής και χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shake «κούνημα, τίναγμα» < ρ. shake «σείω, κουνώ»]. (II) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) ωκεαν. κυματανάπαλση, ρυθμική ταλάντωση τού νερού σε μια λίμνη ή σε μια μερικώς… … Dictionary of Greek
Βαλεαρίδες νήσοι — (illes Baleares). Νησιά της δυτικής Μεσογείου, στα ανοιχτά των ανατολικών ακτών της Ισπανίας, στην οποία υπάγεται διοικητικά το νησιωτικό σύμπλεγμα ως αυτόνομη περιοχή (4.992 τ. χλμ., 878.627 κάτ. το 2001). Το σύμπλεγμα αριθμεί τέσσερα κύρια… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
Γκράχαμ, Μάρθα — (Martha Graham, Πίτσμπουργκ 1900 – Νέα Υόρκη 1991).Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα την έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα όσα διδάχθηκε στην σχολή Ντεβονσάιρ του Λος Άντζελες και να αποκηρύξει τη σχολή του… … Dictionary of Greek
Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα … Dictionary of Greek